βυθομετράω

βυθομετράω
βυθομετράω / βυθομετρώ, βυθομέτρησα βλ. πίν. 58

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • βυθομετρώ — βυθομετρώ, βυθομέτρησα βλ. πίν. 73 και πρβλ. βυθομετράω …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”